- πλασμόπαυση
- η, Ν(αστρον.-μετεωρ.) το εξωτερικό όριο τής πλασμόσφαιρας τής Γης ή, κατ' επέκταση, ενός πλανήτη, στο οποίο αντιστοιχεί μια απότομη μείωση τής πυκνότητας τών ηλεκτρονίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plasmapause < πλάσμα + παύση].
Dictionary of Greek. 2013.